- Ἐπικράτους
- Ἐπικράτηςmasc gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
Κυρηβίων — Κυρηβίων, ωνος, ὁ (Α) [κυρήβια] προσωνυμία τού Επικράτους («κυριβίων δ ἐπεκαλεῑτο Ἐπικράτης ό Aἰσχίνου τοῡ ῤήτορος κηδεστής», Αθήν.) … Dictionary of Greek
σακεσφόρος — (I) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Αίαντος) ασπιδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + φόρος* (πρβλ. τελεσ φόρος)]. (II) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Επικράτους) αυτός που έχει γενειάδα.… … Dictionary of Greek